εορταστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εορταστικός < αρχαία ελληνική ἑορταστικός
Επίθετο
επεξεργασίαεορταστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εορτή, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτή
- ↪Η δυνατή μουσική και τα πολύχρωμα μπαλόνια στον χώρο του σταδίου δημιούργησαν μία εορταστική ατμόσφαιρα πριν την έναρξη του αγώνα.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εορτή