Δείτε επίσης: ἑόρτιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εόρτιος η εόρτια το εόρτιο
      γενική του εόρτιου της εόρτιας του εόρτιου
    αιτιατική τον εόρτιο την εόρτια το εόρτιο
     κλητική εόρτιε εόρτια εόρτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εόρτιοι οι εόρτιες τα εόρτια
      γενική των εόρτιων των εόρτιων των εόρτιων
    αιτιατική τους εόρτιους τις εόρτιες τα εόρτια
     κλητική εόρτιοι εόρτιες εόρτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εόρτιος < μεσαιωνική ελληνική ἑόρτιος < αρχαία ελληνική ἑορτή

  Επίθετο επεξεργασία

εόρτιος, -α, -ο

  1. (λόγιο)που αναφέρεται σε μια γιορτή, ανήκει ή ταιριάζει σ' αυτή
  2. (λόγιο) (κατ’ επέκταση) μεγαλοπρεπής, σεμνοπρεπής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία