↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεμνοπρεπής η σεμνοπρεπής το σεμνοπρεπές
      γενική του σεμνοπρεπούς* της σεμνοπρεπούς του σεμνοπρεπούς
    αιτιατική τον σεμνοπρεπή τη σεμνοπρεπή το σεμνοπρεπές
     κλητική σεμνοπρεπή(ς) σεμνοπρεπής σεμνοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεμνοπρεπείς οι σεμνοπρεπείς τα σεμνοπρεπή
      γενική των σεμνοπρεπών των σεμνοπρεπών των σεμνοπρεπών
    αιτιατική τους σεμνοπρεπείς τις σεμνοπρεπείς τα σεμνοπρεπή
     κλητική σεμνοπρεπείς σεμνοπρεπείς σεμνοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεμνοπρεπής < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο

επεξεργασία

σεμνοπρεπής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία