ἑορτή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑορτή | αἱ | ἑορταί |
γενική | τῆς | ἑορτῆς | τῶν | ἑορτῶν |
δοτική | τῇ | ἑορτῇ | ταῖς | ἑορταῖς |
αιτιατική | τὴν | ἑορτήν | τὰς | ἑορτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἑορτή | ἑορταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑορτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑορταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑορτή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑορτή θηλυκό
- εορτή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1490 (1489-1491)
- ποίας γὰρ ἀστῶν ἥξετ᾽ εἰς ὁμιλίας, | ποίας δ᾽ ἑορτάς, ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι | πρὸς οἶκον ἵξεσθ᾽ ἀντὶ τῆς θεωρίας;
- γιατί πού θα πάτε, | σε ποιά του λαού σύναξη ή γιορτή, | χωρίς να μου γυρίσετε κλαμένες | αντίς με τη χαρά απ᾽ το πανηγύρι;
- Μετάφραση (1942): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ποίας γὰρ ἀστῶν ἥξετ᾽ εἰς ὁμιλίας, | ποίας δ᾽ ἑορτάς, ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι | πρὸς οἶκον ἵξεσθ᾽ ἀντὶ τῆς θεωρίας;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1490 (1489-1491)
- πανήγυρη
- διασκέδαση, τέρψη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν: για κάτι που γίνεται καθυστερημένα ή ετεροχρονισμένα
- μελανείμων ἑορτή (δημόσιο πένθος)
Πηγές
επεξεργασία- ἑορτή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑορτή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.