ζῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαέτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζῶ < ζώω < πρωτοελληνική *ďṓwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷyṓwō < *gʷyéh₃woh₂
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζῶ
- ζω, έχω ζωντάνια, είμαι ζωντανός, ζωηρός
- ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις
- ζώων τ᾽ ἀπὸ καὶ θανών
- ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζάω
Κλίση
επεξεργασία- ενεστώτας : ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε ζῶσι(ν) (ίδια και η υποτακτική)· ευκτική: ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷεν· προστακτική: ζῆ, ή ζῆθι, ζήτω· απαρέμφατο ενεστώτα: ζῆν· μετοχή: ζῶν, ζῶσα, ζῶν
- παρατατικός: ἔζων (το ἔζην θεωρείται εσφαλμένο), ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων
- μέλλων: ζήσω και ζήσομαι και βιώσομαι (με ενεργητική σημασία)· ευκτική: βιωσοίμην· απαρ.: βιώσεσθαι· μτχ.: βιωσόμενος, -η, -ον
- αόριστος: ἐβίων και ἔζησα· υποτακτική: βιῶ'· ευκτική: βιῴην· απαρ.: βιῶναι· μτχ.: βιούς, -οῦσα, -όν
- παρακείμενος: βεβίωκα και ἔζηκα· υποτ. βεβιωκώς ὦ· ευκτ. βεβιωκώς εἴην· προστ.: βεβιωκώς ἴσθι· απαρ.: βεβιωκέναι· μτχ.: βεβιωκώς, -κυῖα, -κός
- υπερσυντέλικος: ἐζήκειν
Πηγές
επεξεργασία- ζῶ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.