Ρουμανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρουμανία | οι | Ρουμανίες |
γενική | της | Ρουμανίας | των | Ρουμανιών |
αιτιατική | τη | Ρουμανία | τις | Ρουμανίες |
κλητική | Ρουμανία | Ρουμανίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρουμανία < Ῥουμανία, ήδη το 1890[1] < (λόγιο δάνειο) γαλλική Roumanie < ρουμανική Rumânia (παλαιότερη μορφή του σημερινού România) < λατινική Romani (ρωμαίοι άποικοι στη Δακία και Δαλματία[2] (ενικός: romanus (Ρωμαίος)). Συγκρίνετε με το Ρωμανία και το ελληνστικό Ῥωμανία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾu.maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρου‐μα‐νί‐α
- παρώνυμο: Ρωμανία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡουμανία θηλυκό
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της κεντρικής, ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης με πρωτεύουσα το Βουκουρέστι, επίσημη γλώσσα τη ρουμανική και νόμισμα το λέι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ρωμανία
- Κατηγορία:Πόλεις της Ρουμανίας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Πόλεις της Ρουμανίας (ρουμανικά) στο Βικιλεξικό
- Ρουμανία στη Βικιπαίδεια
- Ρουμανία στα Βικιταξίδια
- Μολδαβία
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ρουμανία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 888, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.