Δαλματία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαλματία | οι | Δαλματίες |
γενική | της | Δαλματίας | των | Δαλματιών |
αιτιατική | τη | Δαλματία | τις | Δαλματίες |
κλητική | Δαλματία | Δαλματίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δαλματία < ελληνιστική κοινή Δαλματία < αβέβαιης ετυμολογίας[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðal.maˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαλ‐μα‐τί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Δαλματία θηλυκό
- ιστορική, πολιτική και γεωγραφική παραθαλάσσια περιοχή της Κροατίας και του νοτιοδυτικού Μαυροβουνίου στην ανατολική ακτή της Αδριατικής θάλασσας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)