Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντρικός η κεντρική το κεντρικό
      γενική του κεντρικού της κεντρικής του κεντρικού
    αιτιατική τον κεντρικό την κεντρική το κεντρικό
     κλητική κεντρικέ κεντρική κεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντρικοί οι κεντρικές τα κεντρικά
      γενική των κεντρικών των κεντρικών των κεντρικών
    αιτιατική τους κεντρικούς τις κεντρικές τα κεντρικά
     κλητική κεντρικοί κεντρικές κεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κεντρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεντρικός (σχετικός με σημεία του ορίζοντα ή το κέντρο), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική central [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντρι‐κός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κεντρικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται στο κέντρο
  2. που είναι ο βασικότερος στον οποίο αναφέρονται τα επί μέρους τμήματα ενός συνόλου

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία