Βουκουρέστι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βουκουρέστι | τα | Βουκουρέστια |
γενική | του | Βουκουρεστίου | των | Βουκουρεστίων |
αιτιατική | το | Βουκουρέστι | τα | Βουκουρέστια |
κλητική | Βουκουρέστι | Βουκουρέστια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βουκουρέστι < (άμεσο δάνειο) ρουμανική București[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vu.kuˈɾe.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐κου‐ρέ‐στι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουκουρέστι ουδέτερο
- η πρωτεύουσα της Ρουμανίας
- ※ Πρωτεύουσα από το 1862, με δύο εκατομμύρια κατοίκους σήμερα, το Βουκουρέστι επαναπροσδιορίζει την ταυτότητά του μετά από 45 χρόνια απομόνωσης, επιχειρώντας να συνθέσει σε μια γοητευτική ενότητα την αίγλη του παρελθόντος με τη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία.
- Χλουβεράκης-Παπάς, Χάρης (23 Μαρτίου 2015), Βουκουρέστι με μια ματιά, Η Καθημερινή
- ※ Πρωτεύουσα από το 1862, με δύο εκατομμύρια κατοίκους σήμερα, το Βουκουρέστι επαναπροσδιορίζει την ταυτότητά του μετά από 45 χρόνια απομόνωσης, επιχειρώντας να συνθέσει σε μια γοητευτική ενότητα την αίγλη του παρελθόντος με τη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βουκουρέστι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)