Δείτε επίσης: ρωμαίος, Ῥωμαῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρωμαίος οι Ρωμαίοι
      γενική του Ρωμαίου των Ρωμαίων
    αιτιατική τον Ρωμαίο τους Ρωμαίους
     κλητική Ρωμαίε Ρωμαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρωμαίος < αρχαία ελληνική Ῥωμαῖος < Ῥώμη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈme.os/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρωμαίος αρσενικό (θηλυκό Ρωμαία)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρωμαίος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία