Ρωμιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρωμιός | οι | Ρωμιοί |
γενική | του | Ρωμιού | των | Ρωμιών |
αιτιατική | τον | Ρωμιό | τους | Ρωμιούς |
κλητική | Ρωμιέ | Ρωμιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρωμιός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωμαῖος (πολίτης του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, του Βυζαντίου), < ελληνιστική κοινή Ῥωμαῖος (πολίτης του Ρωμαϊκού κράτους) < λατινική Romanus, Ῥώμη Roma[1]
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΡωμιός αρσενικό (θηλυκό Ρωμιά) (εθνικό όνομα)
- (ύστερη αρχαιότητα, μεσαιωνική περίοδος) πολίτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (γνωστής αργότερα με τον όρο Βυζαντινή)
- (οθωμανική περίοδος) ο Έλληνας κατά την τουρκοκρατία[2]
- → δείτε τη λέξη Ρουμ: ο ορθόδοξος χριστιανός πολίτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[3]
- (νεότερα χρόνια)
- Έλληνες κάτοικοι της Τουρκίας μετά την οθωμανική περίοδο
- οι γονείς μου ήταν Ρωμιοί από την Πόλη
- (συναισθηματικό ή μειωτικό) ο νεοέλληνας με τις αρετές του ή τα μειονεκτήματά του
- ο Ρωμιός έχει φιλότιμο
- ύστερα έρχεται του Ρωμιού η γνώση (παροιμία)
- πέντε Ρωμιοί, δέκα γνώμες (ρητό)
- Έλληνες κάτοικοι της Τουρκίας μετά την οθωμανική περίοδο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαπαρωχημένα:
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ρωμιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.