↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοέλληνας οι νεοέλληνες
      γενική του νεοέλληνα των νεοελλήνων
    αιτιατική τον νεοέλληνα τους νεοέλληνες
     κλητική νεοέλληνα νεοέλληνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοέλληνας < νεο- + Έλληνας < αρχαία ελληνική Ἕλλην

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοέλληνας αρσενικό (θηλυκό: νεοελληνίδα)

  1. (ιστορία) ο Έλληνας της νεότερης εποχής
  2. (μειωτικό) ο στερεοτυπικός σύγχρονος Έλληνας με τις θεωρούμενες προβληματικές νοοτροπίες του και τις παθογένειές του

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία