Ἕλλην
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἕλλην | οἱ | Ἕλληνες |
γενική | τοῦ | Ἕλληνος | τῶν | Ἑλλήνων |
δοτική | τῷ | Ἕλληνῐ | τοῖς | Ἕλλησῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἕλληνᾰ | τοὺς | Ἕλληνᾰς |
κλητική ὦ! | Ἕλλην | Ἕλληνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἕλληνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἑλλήνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'Ἕλλην' όπως «Ἕλλην» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἕλλην: άγνωστης ετυμολογίας και σημασίας. Από την αρχαιότητα, θεωρείτο παράγωγο του Ἑλλοί / Σελλοί (οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης). Δείτε και Ἑλλάς
Ετυμολογήσεις από την αρχαιότητα:[1]- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Αἴλιος Ἡρωδιανός, ;;Περί όρθογραφίας;; 3,2.506. Συνδέει και με το εθνωνύμιο Έλλοπες με το «Ελλοπία».
- Ἑλλοὶ οί οίκήτορες τῆς περὶ Δωδώνην χώρας Ἐλλοπίας καὶ Σελλοί
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε
- <Ἕλληνες> οἱ ἀπὸ τοῦ Διός, τοῦ Ἕλληνος. *ἢ φρόνιμοι ἤτοι σοφοί
- <Ἑλλοί> Ἕλληνες οἱ ἐν Δωδώνῃ καὶ οἱ ἱερεῖς
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Αἴλιος Ἡρωδιανός, ;;Περί όρθογραφίας;; 3,2.506. Συνδέει και με το εθνωνύμιο Έλλοπες με το «Ελλοπία».
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἝλλην, -ηνος αρσενικό (θηλυκό Ἑλληνίς)
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ο μυθικός γενάρχης των Ελλήνων
- (εθνικό όνομα) Έλληνας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 684
- Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 684
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἑλλην- (ἑλλαν-) & ἑλλαδ-
ἑλλην- (ἑλλαν-) & ἑλλαδ-
πολλά παράγωγα γράφονται και με μικρό αρχικό γράμμα
- Ἑλλανο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα Ἑλλανο- στο Βικιλεξικό
- Ἑλληνο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα Ἑλληνο- στο Βικιλεξικό
- ἀφελληνίζω
- ἀνέλλην
- ἀνελλήνιστος
- ἀρχελληνοδίκης
- Ἑλλαδαρχέω
- Ἑλλαδάρχης
- Ἑλλαδικός
- Ἕλλην, Ἕλλαν
- Ἑλλάνιος
- Ἑλλανοδίκας, Ἑλλανοδίκαι
- Ἑλλανοδικέω
- Ἑλλανοδικεών
- Ἑλλάς
- Ἑλληνάρχης
- Ἕλληνες
- Ἑλληνικός
- Ἑλλήνιος
- Ἑλληνίς / Ἑλλανίς
- Ἑλληνισμός
- Ἑλληνιστής
- Ἑλληνιστί
- Ἑλληνίζω
- Ἑλληνοδίκαι / Ἑλλανοδίκαι
- Ἑλληνόφρων
- Ἑλληνογαλάται
- Ἑλληνοκοπέω
- Ἑλληνομεμφῖται
- Ἑλληνοταμίαι
- Ἑλληνοτρωοφθόρος
- ἐξελληνίζω
- ἡμιέλλην
- μιξέλλην, μιξέλληνες
- μισέλλην
- Πανελλάς
- Πανέλληνες, Πανέλλανες
- Πανελλήνια
- Πανελληνιάς
- Πανελλήνιος
- πρωτελληνοδίκης
- Συμπανέλληνες
- φιλέλλην
Πηγές
επεξεργασία- Ἕλλην - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἕλλην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαἝλλην θηλυκό
- ↑ Έλληνας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.