Δείτε επίσης: Έλλη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἕλλη αἱ Ἕλλαι
      γενική τῆς Ἕλλης τῶν Ἑλλῶν
      δοτική τῇ Ἕλλ ταῖς Ἕλλαις
    αιτιατική τὴν Ἕλλην τὰς Ἕλλᾱς
     κλητική ! Ἕλλη Ἕλλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἕλλ
γεν-δοτ τοῖν  Ἕλλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἕλλη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἕλλη θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία