Ἕλλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἕλλη | αἱ | Ἕλλαι |
γενική | τῆς | Ἕλλης | τῶν | Ἑλλῶν |
δοτική | τῇ | Ἕλλῃ | ταῖς | Ἕλλαις |
αιτιατική | τὴν | Ἕλλην | τὰς | Ἕλλᾱς |
κλητική ὦ! | Ἕλλη | Ἕλλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἕλλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἕλλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἕλλη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἝλλη θηλυκό
- γυναικείο όνομα, η Έλλη
- (ελληνική μυθολογία) αδελφή του Φρίξου που πνίγηκε στο πέλαγος που πήρε το όνομα της: Ελλήσποντος
- ⮡ Ἕλλης πόντος, Ἕλλης πόντος,
Παράγωγα
επεξεργασία- Ἑλλήσποντος & συγγενικά
Πηγές
επεξεργασία- Ἕλλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.