Σελλοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Σελλοί | ||
γενική | των | Σελλών | ||
αιτιατική | τους | Σελλούς | ||
κλητική | Σελλοί | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σελλοί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σελλοί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σελ‐λοί
- ομόηχο: Σελλί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣελλοί αρσενικό στον πληθυντικό
- (πατριδωνυμικό, ιστορία) ονομασία των Σελλών, αρχαίων κατοίκων της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης
- → δείτε τη λέξη Σελλός (σπάνιο)
- παλιός δήμος Σελλών κατά την περίοδο 1999-2010 του νομού Ιωαννίνων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σελλοί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σελλοί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Σελλοί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σελλοί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.