νομός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νομός | οι | νομοί |
γενική | του | νομού | των | νομών |
αιτιατική | τον | νομό | τους | νομούς |
κλητική | νομέ | νομοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νομός < αρχαία ελληνική νομός < νέμω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νομός αρσενικό
- διοικητική δικαιοδοσία ή υποδιαίρεση σε χώρα ή εκκλησιαστική δομή
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- νομός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νομός