νομός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νομός | οι | νομοί |
γενική | του | νομού | των | νομών |
αιτιατική | τον | νομό | τους | νομούς |
κλητική | νομέ | νομοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νομός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομός (βοσκή, διοικητική περιφέρεια) (< νέμω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préfecture [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /noˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μός
- τονικό παρώνυμο: νόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομός αρσενικό
- διοικητική δικαιοδοσία ή υποδιαίρεση σε χώρα ή εκκλησιαστική δομή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νομός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νομός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νομός | οἱ | νομοί |
γενική | τοῦ | νομοῦ | τῶν | νομῶν |
δοτική | τῷ | νομῷ | τοῖς | νομοῖς |
αιτιατική | τὸν | νομόν | τοὺς | νομούς |
κλητική ὦ! | νομέ | νομοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νομώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νομοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- νομός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.