Δείτε επίσης: Ῥωμαία, ρωμαία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρωμαία οι Ρωμαίες
      γενική της Ρωμαίας των Ρωμαιών
    αιτιατική τη Ρωμαία τις Ρωμαίες
     κλητική Ρωμαία Ρωμαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρωμαία < Ρωμαί(ος) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρωμαία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ρωμαίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ρωμαίος