ανατολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατολικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνατολικός < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oriental)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.to.liˈkos/
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανατολικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανατολή, αναφέρεται σ’ αυτή, βρίσκεται σ’ αυτή, είναι στραμμένος προς αυτή, κατευθύνεται σ’ αυτή ή προέρχεται απ’ αυτή
- που έχει σχέση με την Ανατολή, αναφέρεται σ’ αυτή, βρίσκεται σ’ αυτή ή είναι επηρεασμένος από τις ιδέες, απόψεις, θρησκευτικές δοξασίες κ.λπ. που υπάρχουν σ’ αυτή
- (για άνεμο) που πνέει από την ανατολή