λεβάντες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεβάντες < (άμεσο δάνειο) ιταλική levante < μέση γαλλική levant < λατινική levo
- για την περιοχή → δείτε τη λέξη λεβάντε
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /leˈvan.des/ (συγκρίνετε με το άκλιτο λεβάντε)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐βά‐ντες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεβάντες αρσενικό
- (άνεμος) ο ανατολικός άνεμος
- άλλες μορφές: λεβάντης
- (περιοχή της Ανατολίας) άλλη μορφή του λεβάντε
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού