σκίρων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκίρων < αρχαία ελληνική σκίρων
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκίρων αρσενικό
- (άνεμος) ο βορειοδυτικός άνεμος, ο μαΐστρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκίρων
|