τραμουντάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραμουντάνα | οι | τραμουντάνες |
γενική | της | τραμουντάνας | — | |
αιτιατική | την | τραμουντάνα | τις | τραμουντάνες |
κλητική | τραμουντάνα | τραμουντάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραμουντάνα <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραμοντάνα < ιταλική tramontana
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραμουντάνα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραμουντάνα