Ετυμολογία

επεξεργασία
tramontana < tramontano

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tra.monˈta.na/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tramontana tramontane

tramontana (it) θηλυκό

  1. (άνεμος) η τραμουντάνα
  2. (κατ’ επέκταση) ο βορράς