Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιρόκος οι σιρόκοι
      γενική του σιρόκου των σιρόκων
    αιτιατική τον σιρόκο τους σιρόκους
     κλητική σιρόκο
& σιρόκε
σιρόκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιρόκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scirocco < διαλεκτική αραβική που πιθανόν συνδέεται με την αραβική شَرْق (šarq, ανατολή).
Κατ' άλλη εκδοχή, επειδή ο όρος έχει ευρεία χρήση στη Μεσόγειο, και λόγω του προβηγκιανού τύπου (παλαιά οξιτανική eissalot,[1] σιρόκος, και τύπος exalot), συνδέεται με το ελληνιστικό αμάρτυρο *ἐξαλώτης[2] (άνεμος απ' τη θάλασσα) < ἔξαλος (έξω από τη θάλασσα) < ἐξ + (ἅλς), ἁλ- + -ώτης. (Δείτε και το αρχαίο ἀπηλιώτης).[3]
Λιγότερο πιθανή εκδοχή: Σκιρωνικός (ἄνεμος) < σκίρων (άνεμος που φυσάει στις Σκιρωνίδες Πέτρες, στην Κακιά Σκάλα).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιρόκος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. eissalot στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. Kahane, Henry R.; Kahane, Renée; Tietze, Andreas (1958) The Lingua Franca in the Levant: Turkish Nautical Terms of Italian and Greek Origin, Urbana: University of Illinois, σελίδα 406, νούμερο 603
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.