σιρόκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιρόκος | οι | σιρόκοι |
γενική | του | σιρόκου | των | σιρόκων |
αιτιατική | τον | σιρόκο | τους | σιρόκους |
κλητική | σιρόκο & σιρόκε |
σιρόκοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιρόκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scirocco < διαλεκτική αραβική που πιθανόν συνδέεται με την αραβική شَرْق (šarq, ανατολή).
- Κατ' άλλη εκδοχή, επειδή ο όρος έχει ευρεία χρήση στη Μεσόγειο, και λόγω του προβηγκιανού τύπου (παλαιά οξιτανική eissalot,[1] σιρόκος, και τύπος exalot), συνδέεται με το ελληνιστικό αμάρτυρο *ἐξαλώτης[2] (άνεμος απ' τη θάλασσα) < ἔξαλος (έξω από τη θάλασσα) < ἐξ + (ἅλς), ἁλ- + -ώτης. (Δείτε και το αρχαίο ἀπηλιώτης).[3]
- Λιγότερο πιθανή εκδοχή: Σκιρωνικός (ἄνεμος) < σκίρων (άνεμος που φυσάει στις Σκιρωνίδες Πέτρες, στην Κακιά Σκάλα).
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιρόκος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σιρόκος στη Βικιπαίδεια
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιρόκος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ eissalot στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Kahane, Henry R.; Kahane, Renée; Tietze, Andreas (1958) The Lingua Franca in the Levant: Turkish Nautical Terms of Italian and Greek Origin, Urbana: University of Illinois, σελίδα 406, νούμερο 603
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.