ἔξαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔξαλος | τὸ | ἔξαλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐξάλου | τοῦ | ἐξάλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐξάλῳ | τῷ | ἐξάλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔξαλον | τὸ | ἔξαλον | ||
κλητική ὦ! | ἔξαλε | ἔξαλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔξαλοι | τὰ | ἔξαλᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐξάλων | τῶν | ἐξάλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐξάλοις | τοῖς | ἐξάλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐξάλους | τὰ | ἔξαλᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔξαλοι | ἔξαλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξάλω | τὼ | ἐξάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξάλοιν | τοῖν | ἐξάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔξαλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για ψάρι) που έχει αναδυθεί έξω από την επιφάνεια της θάλασσας
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.3.3 @scaife.perseus
- καὶ ὁ μὲν ἐλαύνει, ὁ δʼ ἐπὶ τῆς πρῴρας ἕστηκε δόρυ ἔχων, σημήναντος τοῦ σκοποῦ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ γαλεώτου· φέρεται δὲ τὸ τρίτον μέρος ἔξαλον τὸ ζῷον.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.3.3 @scaife.perseus
- (για πλοίο) που έχει ανασυρθεί έξω από τη θάλασσα στην ακτή
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 49, 8 Ἔρωτες @scaife.perseus
- οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες ἐγγὺς ἐσκήνωσαν,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 49, 8 Ἔρωτες @scaife.perseus
- (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα
- (για πλοία) που είναι πάνω από την ίσαλο γραμμή
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.12 @scaife.perseus
- αὐτοὶ μὲν γὰρ ἔμπρωρρα τὰ σκάφη ποιοῦντες ἐξάλους ἐλάμβανον τὰς πληγάς, τοῖς δὲ πολεμίοις ὕφαλα τὰ τραύματα διδόντες ἀβοηθήτους ἐσκεύαζον τὰς πληγάς.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.3.8 @scaife.perseus
- Δεινοκράτης μὲν πρὸς ὀκτήρη συμπεσὼν αὐτὸς μὲν ἔξαλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἀναστείρου τῆς νεὼς οὔσης, τὴν δὲ τῶν πολεμίων τρώσας ναῦν ὑπὸ τὰ βίαχα τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἐδύνατο χωρισθῆναι, καίπερ πολλάκις ἐπιβαλόμενος πρύμναν κρούειν·
- ≠ αντώνυμα: ὕφαλος
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.12 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἔξαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.