ανασύρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασύρω < καθαρεύουσα ἀνασύρω (ἀνά και σύρω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασύρνω και ἀνασέρνω < αρχαία ελληνική ἀνασύρομαι
Ρήμα
επεξεργασίαανασύρω (παθητικό: ανασύρομαι)
- τραβάω προς τα επάνω κάτι που βρίσκεται χωμένο κάτω από κάτι άλλο ή μέσα στο νερό
- το ανέσυρα από το ντουλάπι της γιαγιάς
- οι δύτες που καθάριζαν τον κόλπο της Αγίας Παρασκευής στη Σάμο ανέσυραν μόλις μέσα σε μια ώρα σκουπίδια που γέμισαν 17 σακούλες
- ανέσυρα από τη μνήμη μου τη γλυκόπικρη ανάμνηση της μάνας μου να λέει η φουκαριάρα "προσέχετε τις μέλισσες" και εκεινη τη στιγμή να την τσιμπάει μια
- περσινά ξινά σταφύλια, που το θυμήθηκαν τώρα...Δεν έχουν ειδήσεις φαίνεται να μπαζώσουν το δελτίο ειδήσεων και ανασύρουν από το αρχεία ό,τι βρουν
- ζωντανό ανασύρθηκε ένα βρέφος από τα ερείπια νοσοκομείου δύο μέρες μετά το σεισμό
- καθώς οι ψαράδες ανέσυραν τα δίχτυα τους
- βγάζω κάτι συρτά
- ανέσυρε το σπαθί του
- οι επιβάτες ανασύρθηκαν νεκροί από τα συντρίμμια του ΙΧ
Ενεργητική φωνή
Παθητική φωνή