Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασύρω < καθαρεύουσα ἀνασύρω (ἀνά και σύρω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασύρνω και ἀνασέρνω < αρχαία ελληνική ἀνασύρομαι

ανασύρω (παθητικό: ανασύρομαι)

  1. τραβάω προς τα επάνω κάτι που βρίσκεται χωμένο κάτω από κάτι άλλο ή μέσα στο νερό
    το ανέσυρα από το ντουλάπι της γιαγιάς
    οι δύτες που καθάριζαν τον κόλπο της Αγίας Παρασκευής στη Σάμο ανέσυραν μόλις μέσα σε μια ώρα σκουπίδια που γέμισαν 17 σακούλες
    ανέσυρα από τη μνήμη μου τη γλυκόπικρη ανάμνηση της μάνας μου να λέει η φουκαριάρα "προσέχετε τις μέλισσες" και εκεινη τη στιγμή να την τσιμπάει μια
    περσινά ξινά σταφύλια, που το θυμήθηκαν τώρα...Δεν έχουν ειδήσεις φαίνεται να μπαζώσουν το δελτίο ειδήσεων και ανασύρουν από το αρχεία ό,τι βρουν
    ζωντανό ανασύρθηκε ένα βρέφος από τα ερείπια νοσοκομείου δύο μέρες μετά το σεισμό
    καθώς οι ψαράδες ανέσυραν τα δίχτυα τους
  2. βγάζω κάτι συρτά
    ανέσυρε το σπαθί του
    οι επιβάτες ανασύρθηκαν νεκροί από τα συντρίμμια του ΙΧ


Ενεργητική φωνή

ανασύρω , πρτ.: ανέσυρα, στ.μέλλ.: θα ανασύρω, αόρ.: ανέσυρα μτχ. ενεστ.ανασύροντας

Παθητική φωνή

ανασύρομαι , πρτ.: ανασυρόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασυρθώ, αόρ.: ανασύρθηκα μτχ. ενεστ.ανασυρόμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία