ανασύρομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανασύρομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανασύρω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασύρομαι | ανασυρόμουν(α) | θα ανασύρομαι | να ανασύρομαι | ||
β' ενικ. | ανασύρεσαι | ανασυρόσουν(α) | θα ανασύρεσαι | να ανασύρεσαι | ανασύρου | |
γ' ενικ. | ανασύρεται | ανασυρόταν(ε) | θα ανασύρεται | να ανασύρεται | ||
α' πληθ. | ανασυρόμαστε | ανασυρόμαστε ανασυρόμασταν |
θα ανασυρόμαστε | να ανασυρόμαστε | ||
β' πληθ. | ανασύρεστε | ανασυρόσαστε ανασυρόσασταν |
θα ανασύρεστε | να ανασύρεστε | ανασύρεστε | |
γ' πληθ. | ανασύρονται | ανασύρονταν ανασυρόντουσαν |
θα ανασύρονται | να ανασύρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασύρθηκα | θα ανασυρθώ | να ανασυρθώ | ανασυρθεί | ||
β' ενικ. | ανασύρθηκες | θα ανασυρθείς | να ανασυρθείς | ανασύρσου | ||
γ' ενικ. | ανασύρθηκε | θα ανασυρθεί | να ανασυρθεί | |||
α' πληθ. | ανασυρθήκαμε | θα ανασυρθούμε | να ανασυρθούμε | |||
β' πληθ. | ανασυρθήκατε | θα ανασυρθείτε | να ανασυρθείτε | ανασυρθείτε | ||
γ' πληθ. | ανασύρθηκαν ανασυρθήκαν(ε) |
θα ανασυρθούν(ε) | να ανασυρθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανασυρθεί | είχα ανασυρθεί | θα έχω ανασυρθεί | να έχω ανασυρθεί | ανασυρμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανασυρθεί | είχες ανασυρθεί | θα έχεις ανασυρθεί | να έχεις ανασυρθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυρθεί | είχε ανασυρθεί | θα έχει ανασυρθεί | να έχει ανασυρθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυρθεί | είχαμε ανασυρθεί | θα έχουμε ανασυρθεί | να έχουμε ανασυρθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυρθεί | είχατε ανασυρθεί | θα έχετε ανασυρθεί | να έχετε ανασυρθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυρθεί | είχαν ανασυρθεί | θα έχουν ανασυρθεί | να έχουν ανασυρθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασύρομαι
|