Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανασυρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανασυρμέν
ος
η
ανασυρμέν
η
το
ανασυρμέν
ο
γενική
του
ανασυρμέν
ου
της
ανασυρμέν
ης
του
ανασυρμέν
ου
αιτιατική
τον
ανασυρμέν
ο
την
ανασυρμέν
η
το
ανασυρμέν
ο
κλητική
ανασυρμέν
ε
ανασυρμέν
η
ανασυρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανασυρμέν
οι
οι
ανασυρμέν
ες
τα
ανασυρμέν
α
γενική
των
ανασυρμέν
ων
των
ανασυρμέν
ων
των
ανασυρμέν
ων
αιτιατική
τους
ανασυρμέν
ους
τις
ανασυρμέν
ες
τα
ανασυρμέν
α
κλητική
ανασυρμέν
οι
ανασυρμέν
ες
ανασυρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανασυρμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανασύρω
Μετοχή
επεξεργασία
ανασυρμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ανασύρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανασυρμένος