ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἔξαλ
      γενική τῶν ἐξάλων
      δοτική τοῖς ἐξάλοις
    αιτιατική τὰ ἔξαλ
     κλητική ! ἔξαλ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξαλα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἔξαλος (ἔξαλον) στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (για νησί) που ξεπροβάλει έξω από τη θάλασσα
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 52 @perseus.tufts.edu @wikisource
    νήσους δʼ ὁ Νεῖλος κατεσπαρμένας ἔχει παμπόλλας, τὰς μὲν καλυπτομένας ὅλας ἐν ταῖς ἀναβάσεσι, τὰς δʼ ἐκ μέρους, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα.
  2. (για πλοία) το τμήμα που είναι πάνω από την ίσαλο γραμμή
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 21, 47 Ζεὺς τραγωδός @wikisource
    καὶ χρυσαῖ μὲν αἱ ἄγκυραι ἐνίοτε, ὁ χηνίσκος δὲ μολυβδοῦς, καὶ τὰ μὲν ὕφαλα κατάγραφα, τὰ δὲ ἔξαλα τῆς νεὼς ἄμορφα.

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ἔξαλα