Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίσαλος η ίσαλη το ίσαλο
      γενική του ίσαλου της ίσαλης του ίσαλου
    αιτιατική τον ίσαλο την ίσαλη το ίσαλο
     κλητική ίσαλε ίσαλη ίσαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίσαλοι οι ίσαλες τα ίσαλα
      γενική των ίσαλων των ίσαλων των ίσαλων
    αιτιατική τους ίσαλους τις ίσαλες τα ίσαλα
     κλητική ίσαλοι ίσαλες ίσαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσαλος < ίσος + αρχαία ελληνική ἅλς (γενική: ἁλός), κατά το αρχαίο επίθετο ὁ/ἡ ὕφαλος, τὸ ὕφαλον[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1858[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.sa.los/

  Επίθετο επεξεργασία

ίσαλος, -ος/-η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ίσαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)