Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσαλα < ίσαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίσαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ναυτικός όρος) η νοητική γραμμή των πλευρών ενός πλοίου που σχηματίζεται από την τομή αυτών με την επιφάνεια της θάλασσας, ή λίμνης, ή ποταμού που βρίσκεται σε ηρεμία.


Δείτε επίσης επεξεργασία

  • έξαλα: το μέρος του πλοίου που βρίσκεται πάνω από τα ίσαλα
  • ύφαλα: το μέρος του πλοίου που βρίσκεται κάτω από τα ίσαλα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία