Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έξαλα < ελληνιστική ἔξαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία