έξαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έξαλα < ελληνιστική ἔξαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) τα μέρη ενός πλοίου που βρίσκονται πάνω από τα ίσαλα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έξαλα
|