ὕφαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὕφαλος | τὸ | ὕφαλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑφάλου | τοῦ | ὑφάλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑφάλῳ | τῷ | ὑφάλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὕφαλον | τὸ | ὕφαλον | ||
κλητική ὦ! | ὕφαλε | ὕφαλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὕφαλοι | τὰ | ὕφαλᾰ | ||
γενική | τῶν | ὑφάλων | τῶν | ὑφάλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑφάλοις | τοῖς | ὑφάλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑφάλους | τὰ | ὕφαλᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὕφαλοι | ὕφαλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑφάλω | τὼ | ὑφάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑφάλοιν | τοῖν | ὑφάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὕφαλος πιθανόν ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Αισχύλου < ὕφ- + -αλος. Αναλύεται σε ὕφ- (ὑπό) + ἁλός (: γενική ενικού της λέξης ἅλς)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαὕφαλος, -ος, -ον
- υποθαλάσσιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 589 (586-589)
- ὁμοῖον ὥστε πόντιον | οἶδμα δυσπνόοις ὅταν | Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
- Σαν το φουσκωμένο κύμα | στου Πόντου την ανεμοζάλη, | που το πιάνει απ᾽ τη Θράκη ο σίφουνας και το ρίχνει στον τρισκότιδο βυθό
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek-language.gr
- ὁμοῖον ὥστε πόντιον | οἶδμα δυσπνόοις ὅταν | Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.3.2 @scaife.perseus
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Κορινθιακά, 2.29.6 @scaife.perseus
- πέτραι τε γὰρ ὕφαλοι περὶ πᾶσαν καὶ χοιράδες ἀνεστήκασι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 589 (586-589)
- (για ανθρώπους) (μεταφορικά) πανούργος, ύπουλος
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος μγ΄. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, 17
- Τοῦτο ἡμῖν τῆς φιλίας προοίμιον· ἐντεῦθεν ὁ τῆς συναφείας σπινθήρ· οὕτως ἐπ᾿ ἀλλήλοις ἐτρώθημεν. Ἔπειτα συνηνέχθη τι καὶ τοιοῦτον· οὐδὲ γὰρ τοῦτο παραλι πεῖν ἄξιον. Οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ καὶ λίαν κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον.
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος μγ΄. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, 17
- λίγο αλμυρός
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- ύφαλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὕφαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕφαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.