υποθαλάσσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποθαλάσσιος < ὑποθαλάσσιος (μαρτυρείται από το 1867) < ὑπό + θαλάσσιος
Επίθετο
επεξεργασίαυποθαλάσσιος, -α, -ο
- σχετικός με περιοχή που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας