απηλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απηλιώτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπηλιώτης[1] (που σχετίζεται με τον ήλιο) < ἀπό + ἠέλιος (ή Ἥλιος με ιωνική ψίλωση)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.piˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πη‐λιώ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
απηλιώτης αρσενικό
- (άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
απηλιώτης
→ δείτε τη λέξη λεβάντες |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απηλιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας