Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοτιάς οι νοτιάδες
      γενική του νοτιά των νοτιάδων
    αιτιατική τον νοτιά τους νοτιάδες
     κλητική νοτιά νοτιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοτιάς < νοτιά +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοτιάς αρσενικό

  1. ο νότιος άνεμος
    άλλες μορφές: νοτιά
     συνώνυμα: όστρια
  2. ο νότος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία