πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιροκολεβάντες οι σιροκολεβάντηδες
      γενική του σιροκολεβάντε των σιροκολεβάντηδων
    αιτιατική τον σιροκολεβάντε τους σιροκολεβάντηδες
     κλητική σιροκολεβάντε σιροκολεβάντηδες
Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σιροκολεβάντες < σιρόκ(ος) + -ο- + λεβάντες

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

επεξεργασία