Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαϊστροτραμουντάνα οι μαϊστροτραμουντάνες
      γενική της μαϊστροτραμουντάνας
    αιτιατική τη μαϊστροτραμουντάνα τις μαϊστροτραμουντάνες
     κλητική μαϊστροτραμουντάνα μαϊστροτραμουντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊστροτραμουντάνα < από τη σύνθεση των λέξεων μαΐστρος + τραμουντάνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊστροτραμουντάνα θηλυκό

  • (ναυτική διάλεκτος) ο άνεμος μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού


Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία