βοριάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βοριάς | οι | βοριάδες |
γενική | του | βοριά | των | βοριάδων |
αιτιατική | τον | βοριά | τους | βοριάδες |
κλητική | βοριά | βοριάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοριάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βοριάς < αρχαία ελληνική βορέας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοριάς αρσενικό
- ο βόρειος άνεμος
- κοινή ονομασία: τραμουντάνα
- ο βορράς
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοριάς