παραθετικά
θετικός northerly
συγκριτικός more northerly
υπερθετικός most northerly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
northerly < northern + -ly

  Επίθετο

επεξεργασία

northerly (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, προς τα βόρεια
    ⮡  a northerly direction - βόρεια κατεύθυνση
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, ο βοριάς, για τους ανέμους που πνέουν από τα βόρεια
    ⮡  a northerly wind - βόρειος άνεμος
    ⮡  A northerly wind blew in and froze the snow.
    Φύσηξε βοριάς και πάγωσε το χιόνι.

Συνώνυμα

επεξεργασία