παραθετικά
θετικός northern
συγκριτικός more northern
υπερθετικός most northern

  Ετυμολογία

επεξεργασία
northern < north + -ern

  Επίθετο

επεξεργασία

northern ή Northern (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  • βόρειος, που βρίσκεται ή κατευθύνεται προς το βορρά· που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
    ⮡  Northern Europe/Greece - Βόρεια Ευρώπη/Ελλάδα
    ⮡  the northern direction - η βόρεια κατεύθυνση
    ⮡  northern peoples - βόρειοι λαοί
    ⮡  northern tribes/languages - βόρειες φυλές/γλώσσες