Δείτε επίσης: λιβάς, λίβα
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο λίβας
      γενική του λίβα
    αιτιατική τον λίβα
     κλητική λίβα
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίβας αρσενικό

  1. (άνεμος) ξηρός και θερμός νοτιοδυτικός άνεμος
  2. (κατ’ επέκταση) πολύ ζεστός και συνήθως καταστροφικός, για τη γεωργία, άνεμος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία