λίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίβα | οι | λίβες |
γενική | της | λίβας | — | |
αιτιατική | τη | λίβα | τις | λίβες |
κλητική | λίβα | λίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλίβα θηλυκό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) διοικητική υποδιαίρεση, έδρα του μουτεσαρίφη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλίβα