σαντζάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαντζάκι | τα | σαντζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαντζάκι | τα | σαντζάκια |
κλητική | σαντζάκι | σαντζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαντζάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sancak + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαντζάκι ουδέτερο
- στρατιωτικό λάβαρο
- διοικητική περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από έναν σαντζάκμπεη. Αργότερα ως υποδιαίρεση του βιλαετιού ή εγιαλετιού.
- Κατά την τουρκική διοικητική δομή ο νομός Τραπεζούντας ήταν διαιρεμένος σε 4 σαντζάκια, τα οποία διαιρούνταν και υποδιαιρούνταν αντίστοιχα σε μουτεσαριφλίκια, καϊμακλίκια και μουχταρλίκια.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σαντζάκι στη Βικιπαίδεια