μουτεσαρίφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουτεσαρίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutasarrıf + -ης < αραβική مُتَصَرِّف (mutaṣarrif)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουτεσαρίφης αρσενικό
- (ιστορία) διοικητής του σαντζακίου
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουτεσαρίφης