Δείτε επίσης: λίβα, λίβας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῐβᾰδ-
ονομαστική λιβάς αἱ λιβάδες
      γενική τῆς λιβάδος τῶν λιβάδων
      δοτική τῇ λιβάδ ταῖς λιβάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λιβάδ τὰς λιβάδᾰς
     κλητική ! λιβάς λιβάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιβάδε
γεν-δοτ τοῖν  λιβάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιβάς < *λίψ (γενική λιβός) με μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο λείβω (στάζω, χύνω) + -άς[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιβάς, -άδος θηλυκό

  1. ό,τι πέφτει σταγόνα σταγόνα, ό,τι στάζει ή σταλάζει
  2. πηγή
  3. ρυάκι
  4. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη λιβάδες τα νερά της βροχής, τα όμβρια ύδατα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε  λίψ (αρσενικό), και τύπους του θηλυκού *λίψ)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «λιβάδι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.