Δείτε επίσης: Ρυάκι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυάκι τα ρυάκια
      γενική του ρυακιού των ρυακιών
    αιτιατική το ρυάκι τα ρυάκια
     κλητική ρυάκι ρυάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ρυάκι

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρυάκιν/ρυάκιον < αρχαία ελληνική ῥύαξ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυ‐ά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυάκι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία