stream
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stream < μέση αγγλική streem / strem < αγγλοσαξονικά stream < πρωτογερμανική *straumaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srowmos < *srew- (ρέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥεῦμα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stream | streams |
stream (en)
- (γεωγραφία) το ρυάκι, το ποταμάκι, το ρέμα
- ⮡ the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
- ο χείμαρρος, η ροή, η κίνηση υγρού ή αέριου προς ορισμένη κατεύθυνση
- ⮡ a stream of tears - χείμαρρος δακρύων
- ⮡ a constant stream of blood - αδιάκοπη ροή αίματος
- το ρεύμα, το κύμα, η ροή οχημάτων ή ανθρώπων που κινούνται
- ⮡ the downhill stream of traffic - το καθοδικό ρεύμα της κυκλοφορίας
- ⮡ an endless stream of visitors - ένα ατέλειωτο κύμα επισκεπτών
- ⮡ the stream of traffic - η ροή της κυκλοφορίας
- ο χείμαρρος, η ροή, ο κατακλυσμός, για την αδιάκοπη μεταφορά κάτι
- ⮡ a stream of letters - χείμαρρος επιστολών
- ⮡ a stream of insults - χείμαρρος ύβρεων
- ⮡ a constant stream of information - συνεχής ροή πληροφοριών
- ⮡ a stream of invitations - κατακλυσμός προσκλήσεων
- (πληροφορική) η μετάδοση, η ροή δεδομένων
- ⮡ You can listen to the live audio stream.
- Μπορείτε να ακούσετε τη ζωντανή ηχητική μετάδοση.
- δείτε επίσης: stream (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ⮡ You can listen to the live audio stream.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | streams |
αόριστος | streamed |
παθητική μετοχή | streamed |
ενεργητική μετοχή | streaming |
stream (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρέω, κυλάω, κυματίζω, βγαίνω κύματα, για υγρό ή αέριο που κινείται σε συνεχή ροή, ή κάτι παράγει συνεχή ροή υγρού ή αερίου
- ⮡ Tears streamed down her cheeks.
- Δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της.
- ⮡ Sweat streamed down his face.
- Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπό του.
- ⮡ Her long hair was streaming in the wind.
- Τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στον αέρα.
- ⮡ Smoke was streaming out of the burning house.
- Ο καπνός έβγαινε κύματα από το σπίτι που καιγόταν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
- ⮡ Tears streamed down her cheeks.
- (αμετάβατο) συρρέω, κινούμαι κατά κύματα, για ανθρώπους ή πράγματα, μετακινούνται κάπου σε μεγάλους αριθμούς, το ένα μετά το άλλο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Stream (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- stream (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stream (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 768, 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρέω, συρρέω