Ετυμολογία

επεξεργασία
stream < μέση αγγλική streem / strem < αγγλοσαξονικά stream < πρωτογερμανική *straumaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srowmos < *srew- (ρέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥεῦμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /striːm/
  (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stream streams

stream (en)

  1. (γεωγραφία) το ρυάκι, το ποταμάκι, το ρέμα
    ⮡  the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
  2. ο χείμαρρος, η ροή, η κίνηση υγρού ή αέριου προς ορισμένη κατεύθυνση
    ⮡  a stream of tears - χείμαρρος δακρύων
    ⮡  a constant stream of blood - αδιάκοπη ροή αίματος
  3. το ρεύμα, το κύμα, η ροή οχημάτων ή ανθρώπων που κινούνται
    ⮡  the downhill stream of traffic - το καθοδικό ρεύμα της κυκλοφορίας
    ⮡  an endless stream of visitors - ένα ατέλειωτο κύμα επισκεπτών
    ⮡  the stream of traffic - η ροή της κυκλοφορίας
  4. ο χείμαρρος, η ροή, ο κατακλυσμός, για την αδιάκοπη μεταφορά κάτι
    ⮡  a stream of letters - χείμαρρος επιστολών
    ⮡  a stream of insults - χείμαρρος ύβρεων
    ⮡  a constant stream of information - συνεχής ροή πληροφοριών
    ⮡  a stream of invitations - κατακλυσμός προσκλήσεων
  5. (πληροφορική) η μετάδοση, η ροή δεδομένων
    ⮡  You can listen to the live audio stream.
    Μπορείτε να ακούσετε τη ζωντανή ηχητική μετάδοση.
    δείτε επίσης: stream (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας stream
γ΄ ενικό ενεστώτα streams
αόριστος streamed
παθητική μετοχή streamed
ενεργητική μετοχή streaming

stream (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρέω, κυλάω, κυματίζω, βγαίνω κύματα, για υγρό ή αέριο που κινείται σε συνεχή ροή, ή κάτι παράγει συνεχή ροή υγρού ή αερίου
    ⮡  Tears streamed down her cheeks.
    Δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της.
    ⮡  Sweat streamed down his face.
    Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπό του.
    ⮡  Her long hair was streaming in the wind.
    Τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στον αέρα.
    ⮡  Smoke was streaming out of the burning house.
    Ο καπνός έβγαινε κύματα από το σπίτι που καιγόταν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  2. (αμετάβατο) συρρέω, κινούμαι κατά κύματα, για ανθρώπους ή πράγματα, μετακινούνται κάπου σε μεγάλους αριθμούς, το ένα μετά το άλλο
    ⮡  Crowds streamed into the stadium.
    Τα πλήθη συνέρρεαν στο στάδιο.
    ⮡  Money was streaming into his coffers.
    Το χρήμα συνέρρεε στα χρηματοκιβώτιά του.
    ⮡  People were streaming out of the station.
    Οι άνθρωποι έβγαιναν κατά κύματα από το σταθμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow

Δείτε επίσης

επεξεργασία