↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατακλυσμός οι κατακλυσμοί
      γενική του κατακλυσμού των κατακλυσμών
    αιτιατική τον κατακλυσμό τους κατακλυσμούς
     κλητική κατακλυσμέ κατακλυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλυσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακλυσμός < κατακλύζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.kliˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κλυ‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακλυσμός αρσενικό

  1. η κάλυψη της γης από πλημμύρα
    ⮡  γνωστοί από την ιστορία και τη μυθολογία κατακλυσμοί είναι ο κατακλυσμός του Νώε, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, ο Ωγύγιος κατακλυσμός κ.ά.
  2. (συνεκδοχικά) η ραγδαία βροχή, η πλημμύρα από βροχή
  3. (μεταφορικά) η αφθονία και το μεγάλο πλήθος
    ⮡  ακολούθησε κατακλυσμός από παράπονα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία