κατακλυσμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακλυσμικός < κατακλυσμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diluvien)
Επίθετο επεξεργασία
κατακλυσμικός
- που έχει σχέση με τον κατακλυσμός ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακλυσμικός
|