Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακλυσμικός η κατακλυσμική το κατακλυσμικό
      γενική του κατακλυσμικού της κατακλυσμικής του κατακλυσμικού
    αιτιατική τον κατακλυσμικό την κατακλυσμική το κατακλυσμικό
     κλητική κατακλυσμικέ κατακλυσμική κατακλυσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακλυσμικοί οι κατακλυσμικές τα κατακλυσμικά
      γενική των κατακλυσμικών των κατακλυσμικών των κατακλυσμικών
    αιτιατική τους κατακλυσμικούς τις κατακλυσμικές τα κατακλυσμικά
     κλητική κατακλυσμικοί κατακλυσμικές κατακλυσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακλυσμικός < κατακλυσμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diluvien)

  Επίθετο επεξεργασία

κατακλυσμικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία