Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νώε < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή נוח < ρίζα נ־ו־ח (n-w-ḥ) / נ־ח (n-ḥ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.e/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νώε αρσενικό άκλιτο

  • (θρησκεία) ο δέκατος και τελευταίος πριν τον κατακλυσμό πατριάρχης των Εβραίων, γιος του Λάμεχ και εγγονός του Μαθουσάλα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία